Γράφει η Νατάσα Κεφαλληνού -
ΙΣΤΟΡΙΑ - 14/08/2016
«(...) αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος»...
Στις 14 Αυγούστου 1954, χαράματα, ο Νίκος Πλουμπίδης, φορώντας ένα μαύρο κουστούμι και λευκό πουκάμισο, δεμένος με χειροπέδες, μεταφέρεται με αυτοκίνητο από τις φυλακές όπου κρατείται στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί. Η ύστατη ώρα πλησιάζει μα εκείνος δεν χάνει το κουράγιο του. Απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους που είναι συγκεντρωμένοι αξημέρωτα στον τόπο εκτέλεσής του, λέει: «Γεια σας παιδιά. Μπράβο, όλο νιάτα βλέπω μπροστά μου. Σας εύχομαι καλή σταδιοδρομία, να ’στε πάντα καλά. Βλέπετε εγώ σε λίγο φεύγω με ψεύτικες και άδικες κατηγορίες. Το Κόμμα μου, το ξέρω, θα βρει την αλήθεια και θα με δικαιώσει». Σε λίγο το εκτελεστικό απόσπασμα στήνεται απέναντί του, ο ίδιος αρνείται να του δέσουν τα μάτια και να κοινωνήσει. «Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος» έγραφαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα.
Επρόκειτο για την τελευταία πράξη στην υπόθεσης της «ασυρματολογίας» (όπως τη χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής), που είχε ξεκινήσει με τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του (1950), στην οποία ο Ν. Πλουμπίδης ενεπλάκη με διάφορους τρόπους. Την ευθύνη για τη δολοφονία Πλουμπίδη είχε η μετεμφυλιακή κυβέρνηση του «Ελληνικού Συναγερμού» με πρωθυπουργό τον Αλ. Παπάγο. Η «υπόθεση Πλουμπίδη» αποκτά διπλό ενδιαφέρον καθώς μετά τη σύλληψή του στοχοποιήθηκε τόσο από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς όσο και από την ηγεσία του κόμματός του.
Στην ηγεσία τα κρίσιμα χρόνια
Ο Νίκος Πλουμπίδης ή Μπάρμπας υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ) από το 1938. Συμμετείχε στην καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού στη διάρκεια του εμφυλίου. Μετά την ήττα του ΔΣΕ, ήταν το μόνο μέλος του ΠΓ που παρέμεινε ασύλληπτο στην Αθήνα και η ηγεσία του έδωσε εντολή να αναλάβει την καθοδήγηση του παράνομου δικτύου. Παράλληλα, συνέδεσε το όνομά του με τις πρώτες προσπάθειες νόμιμης έκφρασης της Αριστεράς, το 1950-1.
Το αντι-κομμουνιστικό μετεμφυλιακό καθεστώς
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου σηματοδότησε την επιβολή ενός αντι-κομμουνιστικού καθεστώτος: Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ παρέμειναν εκτός νόμου, συνεχίστηκε η αναστολή άρθρων του Συντάγματος, η εφαρμογή διαφόρων «έκτακτων μέτρων» (έκτακτα στρατοδικεία, κ.λπ), μονιμοποιήθηκε η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η χρήση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων» κ.ά. Τον Απρίλη του 1950, σύμφωνα με ανακοινώσεις του ΓΕΣ, 3.033 άτομα είχαν εκτελεστεί, 5.322 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από έκτακτα στρατοδικεία, 17.000 σε ισόβια, 20.000 ήταν εκτοπισμένοι.
Δομικά στοιχεία του μετεμφυλιακού καθεστώτος, τα οποία συναντάμε με διαφορετική ένταση σε όλη την περίοδο από το 1950-1967, ήταν: Η αυτονόμηση των ενόπλων δυνάμεων και του Στέμματος, η απορρόφηση της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική και η συνεχής προσφυγή στις «εξαιρετικές λειτουργίες», η λειτουργία διαφόρων ανταγωνιστικών κέντρων εξουσίας εντός του κράτους (μοναρχία, ένοπλες δυνάμεις, συμμαχικός παράγοντας).
Πιστοποιητικό Κοινωνικών φρονημάτων, που εξεδόθη το 1950, απαραίτητο για την πρόσληψη στο δημόσιο
Ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ αμέσως μετά τον εμφύλιο
Για την ηττημένη Αριστερά, το τέλος του εμφυλίου σηματοδοτήθηκε από το πέρασμα χιλιάδων πολεμιστών του ΔΣΕ, μελών του ΚΚΕ και της ηγεσίας, σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Λίγες ανταρτοομάδες παρέμεινα στο εσωτερικό έχοντας στενά περιθώρια δράσης. Τα παράνομα μέλη του ΚΚΕ γνώριζαν έναανελέητο πογκρόμ. Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία του παράνομου μηχανισμού του κόμματος αναγορεύτηκε από την ηγεσία ως πρώτιστος στόχος.
Το ΚΚΕ διατηρούσε παράνομο μηχανισμό (κομματικές οργανώσεις, τυπογραφεία, ασυρμάτους) στην Αθήνα καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου. Ωστόσο από τον Μάρτη έως το Σεπτέμβρη 1949, η Ασφάλεια τον αποσάρθρωσε. Ο μόνος καθοδηγητής που είχε μείνει ασύλληπτος ήταν ο Νίκος Πλουμπίδης, ο οποίος ορίστηκε επικεφαλής του μετεμφυλιακού παράνομου μηχανισμού. Επιπλέον έχει διασωθεί και το δίκτυο των ασυρμάτων που έλεγχε ο Βαβούδης. Παράλληλα, ηγετικά στελέχη της ΕΠΟΝ (Σ. Κασιμάτης, Φ. Λαζάρου) συγκρότησαν 2ο παράνομο κέντρο στην Αθήνα, που ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικό απέναντι στο δίκτυο Πλουμπίδη.
Το παράνομο πιεστήριο του «Ριζοσπάστη» στην Καλλιθέα
Η πρώτη εκλογική καταγραφή
Μετά το λήξη του εμφυλίου, μια νέα εκλογική καταγραφή, που θα νομιμοποιούσε το στρατιωτικό αποτέλεσμα, ήταν αναγκαία. Στις 5 Μαρτίου 1950 προκηρύχθηκαν εκλογές, χωρίς τη χαλάρωση των αυταρχικών μέτρων. Τα προπολεμικά κόμματα (Λαϊκό Κόμμα και Κόμμα των Φιλελευθέρων) παρουσίασαν πτώση. Έκπληξη αποτέλεσαν: Η νεοσύστατη ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα, που πρόβαλλε ως στόχους την ειρήνευση και την αλλαγή, αλλά και η Δημοκρατική Παράταξη, εκλογικό μέτωπο της Αριστεράς, το οποίο συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, απαρτιζόμενο από κόμματα που είχαν συνεργαστεί στο ΕΑΜ, το 1946. Ο Ν. Πλουμπίδης ήταν αυτός που ανέλαβε τις συνεννοήσεις, αυτοπροσώπως, με κίνδυνο να συλληφθεί. Κατά τις διαβουλεύσεις, οι σύμμαχοι αρνήθηκαν τη συμμετοχή των εξόριστων και των φυλακισμένων στα ψηφοδέλτια. Τελικά, ο Ν. Πλουμπίδης δέχθηκε τις απαιτήσεις τους, γεγονός που αποτέλεσε σημείο τριβής του με την ηγεσία.
Το «κεντρώο διάλειμμα» και τα «μέτρα ειρηνεύσεως»
Μετά τις εκλογές σχηματίστηκε κυβέρνηση Κέντρου με πρωθυπουργό τον Ν. Πλαστήρα. Σε μια προσπάθεια να γίνει μετάβαση από το καθεστώς του εμφυλίου, η κυβέρνηση ανέστειλε τις εκτελέσεις. Παράλληλα, προώθησε 5 νομοσχέδια για την εφαρμογή «μέτρων επιείκειας»: Αύξηση του Συμβουλίων Χαρίτων, αναθεώρηση των αποφάσεων των εκτάκτων στρατοδικείων, κατάργηση του Αναμορφωτηρίου της Μακρονήσου και αμνήστευση των παραδιδόμενων.
Τα «μέτρα» προκάλεσαν σάλο καθώς κατατέθηκαν στη Βουλή σε μια κρίσιμη, διεθνώς, περίοδο: Η στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην Κορέα και η όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, ενίσχυσαν τις ακραίες φωνές εντός των διαφόρων κέντρων εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ξέσπασε κυβερνητική κρίση, όταν ο Πλαστήρας δήλωσε ότι θα καταργηθεί η θανατική ποινή. Η κυβέρνηση έπεσε τον Αύγουστο του 1950 και σχηματίστηκε νέα από τα κόμματα του Βενιζέλου και Παπανδρέου, με την υποστήριξη των Λαϊκών. Σε αυτή τη φάση, εντάθηκε η επίθεση κατά της Αριστεράς, επαναλειτούργησαν τα έκτακτα στρατοδικεία, οι διώξεις έπληξαν ακόμα και οπαδούς της ΕΠΕΚ.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας πρωθυπουργός της κυβέρνησης Κέντρου
Η δράση των παρανόμων και η αποστολή Μπελογιάννη
Κατά τη διάρκεια του «κεντρώου διαλείμματος», η Αριστερά πίεζε για διεύρυνση των «μέτρων», ενώ κύριο αίτημά της ήταν η γενική αμνηστία. Σε αυτή τη φάση στόχος της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν η ανασυγκρότηση του παράνομου μηχανισμού με αποστολές στελεχών από το εξωτερικό, επικεφαλής των οποίων ορίστηκε ο Ν. Μπελογιάννης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Πράγματι, τον Ιούνιο του 1950, ο Ν. Μπελογιάννης πέρασε παράνομα στη χώρα και ήρθε άμεσα σε επαφή με τον παράνομο μηχανισμό του Πλουμπίδη στην Αθήνα.
Τέλη Ιουνίου, γνώριζε ήδη την οργανωτική κατάσταση και ενημέρωνε την ηγεσία, μέσω του ασυρμάτου του Βαβούδη: «Σας γράφω κρίση μου για ανθρώπους μας. Ο Μπ (Πλουμπίδης) είναι εντάξει. Αρρώστια και απομόνωση συντελούν να βλέπει ορισμένα πράγματα στενά, σχολαστικά, χλιαρά. Κουφός (Βαβούδης) μάλλον εντάξει (…) Ξεκαθαρίζω, ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα»(i)
Η σύλληψη Μπελογιάννη
Μέσα σε ατμόσφαιρα έντασης των διώξεων από την κυβέρνηση Βενιζέλου – Παπανδρέου, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1950 η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη, της Έλλης Ιωαννίδου και 93 ακόμη κομμουνιστών. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο «χτύπημα» της Ασφάλειας από την άνοιξη του 1949. Η υπόθεση αξιοποιήθηκε για τη σκλήρυνση των μέτρων εναντίον του ΚΚΕ (τον Μάρτη εκτελέστηκαν 14 κομμουνιστές, τον Απρίλη πραγματοποιήθηκε κύμα συλλήψεων στην Αθήνα).
Ανακοίνωση της ασφάλειας για την Ε. Ιωαννίδου και τον Ν. Μπελογιάννη
Οι συλλήψεις τροφοδότησαν κλίμα καχυποψίας μεταξύ των εναπομεινάντων παρανόμων, των φυλακισμένων, των εξόριστων και της ηγεσίας. Άμεσα πραγματοποιήθηκε αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων. Ο Ν. Πλουμπίδης πήρε εντολή από το ΠΓ «να κλειστεί μέσα», να έχει επαφή μονό με τον Βαβούδη, ο οποίος ανέλαβε την καθοδήγηση της νόμιμης και παράνομης δουλειάς.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1951, για άλλη μια φορά η ηγεσία ορίζει τον Ν. Πλουμπίδη υπεύθυνο για τις συνεννοήσεις με τους συμμάχους εντός της νεοϊδρυθείσας ΕΔΑ. Οι εντολές που είχε ήταν η δημιουργία μετώπου με μίνιμουμ πρόγραμμα, η συμμετοχή στα ψηφοδέλτια φυλακισμένων – εξόριστων, του ίδιου και του Μπελογιάννη. Οι συγκεκριμένες υποψηφιότητες είχαν μεγάλη σημασία για το ΚΚΕ, ωστόσο οι σύμμαχοι μέσα στην ΕΔΑ τις αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Μπροστά στον κίνδυνο να τορπιλιστεί το νέο εγχείρημα, ο Πλουμπίδης αποδέχεται τους όρους τους, προκαλώντας την αντίδραση της ηγεσίας.
Η δεύτερη φάση του «κεντρώου διαλείμματος»
Από τις εκλογές του Σεπτέμβρη 1951 προέκυψε κυβέρνηση συνασπισμού αποτελούμενη από την ΕΠΕΚ και το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το κέντρο για άλλη μια φορά προσπάθησε να προωθήσει μέτρα κατευνασμού: Αντικατάσταση των εκτάκτων στρατοδικείων από 5μελή εφετεία, κατάργηση των στρατοπέδων, μετατροπή των θανατικών ποινών σε ισόβια, κ.ά. Έως τα τέλη Οκτώβρη εξετάστηκαν από αναθεωρητικά στρατοδικεία οι υποθέσεις 571 θανατοποινιτών: Οι 124 απαλλάχθηκαν, σε 28 μετατράπηκε η ποινή σε ισόβια, σε 75 δεν άλλαξε η ποινή και στους υπόλοιπους αποδόθηκαν μικρότερες.
Το στράτευμα αντέδρασε. Μάλιστα με πρωτοβουλία του ξεκίνησε, εσπευσμένα, η δίκη Μπελογιάννη σε έκτακτο στρατοδικείο και όχι 5μελές εφετείο. Παραπέμφθηκαν 93 άτομα με κατηγόριες για παράβαση του ν. 509. Η τροπή της υπόθεσης άλλαξε όταν, λίγες μέρες πριν βγει η απόφαση, αποκαλύφθηκαν οι δύο ασύρματοι του ΚΚΕ σε Γλυφάδα και Καλλιθέα. Ο ασυρματιστής Βαβούδης αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του.
Ο Μπελογιάννης στο δικαστήριο
Τελικά το δικαστήριο επέβαλε σε 12 εκ των κατηγορουμένων θανατικές ποινές. Όμως η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι δεν θα γίνουν εκτελέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποκάλυψη των ασυρμάτων χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές για να παραπεμφθεί εκ νέου ο Μπελογιάννης και 29 ακόμη κομμουνιστές στο Διαρκές Στρατοδικείο για παράβαση του ν. 375, περί κατασκοπίας.
Η νέα δίκη, που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1952, τελείωσε με την καταδίκη 8 κατηγορούμενων σε θάνατο. Η απόφαση έπρεπε να εκτελεστεί σε 5 μέρες.
Δημοσιεύματα του Τύπου για την καταδίκη σε θάνατο των 8 κομμουνιστών
Δεκάδες προσωπικότητες από το χώρο της διανόησης (Σάρτρ, Ελυάρ κ.ά.), βουλευτές από την Αγγλία, Γαλλία, την ΕΔΑ και την ΕΠΕΚ ζήτησαν να μην γίνουν οι εκτελέσεις.
Αφίσα της γαλλικής επιτροπής αμνηστίας για τον Νίκο Μπελογιάννη
Εκείνες τις τραγικές στιγμές ήταν που ο Πλουμπίδης έστειλε επιστολή στην Ασφάλεια, αναλαμβάνοντας την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού, διαβεβαιώνοντας ότι θα παραδοθεί αν ανακληθούν οι θανατικές ποινές. Ωστόσο το γράμμα του καταγγέλθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ ως κατασκεύασμα της Ασφάλειας.
Ιδιόχειρη επιστολή του Πλουμπίδη στην Ασφάλεια, για ανάληψη της ευθύνης της καθοδήγησης του παράνομου μηχανισμού
Τελικά στις 30 Μαρτίου, αφού το Συμβούλιο Χαρίτων αποφάσισε να μην ανασταλούν οι ποινές για τους Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενο, οι 4 κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, αναδεικνύοντας μεταξύ άλλων και την τραγική αποτυχία της κυβέρνηση Κέντρου να επιβάλλει την πολιτική του κατευνασμού.
Η εκτέλεση των τεσσάρων (Μπελογιάννης, Αργυριάδης, Καλούμενος, Μπάτσης)
Η «υπόθεση Πλουμπίδη»
Οι αποκαλύψεις των ασυρμάτων οδήγησαν στο οριστικό μπλοκάρισμα της επικοινωνίας του παράνομου κέντρου του Ν. Πλουμπίδη με την ηγεσία. Χωρίς καμία κομματική μέριμνα ο Πλουμπίδης προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψη, κρυμμένος σε σπίτια έμπιστών του. Εκείνη την περίοδο συστηματικές διαδόσεις μεταξύ των κομμουνιστών στο εσωτερικό ανέφεραν ότι ήταν «χαφιές». Μάλιστα ζητήθηκε και η γνώμη του Μπελογιάννη, ο οποίος εγγυήθηκε για δεύτερη φορά για την ακεραιότητά του. Σε όλη αυτή τη διαδικασία θα παίξει ρόλο και η προπαγάνδα της Ασφάλειας, η οποία συντηρεί ένα διαρκή δημοσιογραφικό θόρυβο για τον ασύλληπτο κομμουνιστή.
Τον Απρίλη του 1952, ο Πλουμπίδης έστειλε γράμμα στην Έ. Ιωαννίδου στο οποίο πιστοποιούσε πως έχει έξι μήνες να συνδεθεί με το Πολιτικό Γραφείο: «Σπίτι δεν έχω. Λεφτά υπάρχουν κάτι λίγα. (…) Ο 10 δεν μπορεί να μου βρει σπίτι γιατί φοβούνται όλοι την κατηγορία της κατασκοπίας». Παράλληλα διατύπωνε τους φόβους του:«Το κόμμα να μην ενδιαφερθεί για μένα τόσο καιρό σημαίνει ότι κάτι στραβό έχει εναντίον μου», «κάποιος δίνει πληροφορίες στο ΠΓ που το αναγκάζουν να είναι κουμπωμένο μαζί μου»(ii)
Οι φόβοι του Ν. Πλουμπίδη ήταν πραγματικοί, καθώς η ηγεσία είχε ξεκινήσει από το Γενάρη του 1952 διαδικασίες για την εξέταση της υπόθεσής του. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής είχαν κληθεί να γράψουν εκθέσεις με ό,τι σχετικό γνωρίζουν, οι οποίες ωστόσο δεν περιείχαν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Αντίθετα, οι εκθέσεις του Ζαχαριάδη και Μπαρτζιώτα αποτελούσαν δριμύτατο κατηγορώ. Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, δόθηκε εντολή στον Μπαρτζιώτα να γράψει το σχέδιο απόφασης που αφορούσε στον Ν. Πλουμπίδη, το οποίο επικυρώθηκε τρεις μήνες αργότερα. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Το ΠΓ εξετάζει δύο χρόνια τώρα την υπόθεση του Ν. Πλουμπίδη (…). Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σε βάρος του αποδείχνουν ότι είναι παλιός προβοκάτορας του ΚΚΕ. (…) Η δράση του ξεδιαλύνεται κυρίως από την 4η Αυγούστου»(iii).
Οι βασικές κατηγορίες που του αποδόθηκαν ήταν οι χειρισμοί του στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1950-1, τα «χτυπήματα» που υπέστη ο παράνομος μηχανισμός, και κυρίως η προδοσία του Μπελογιάννη στις αρχές(iv). Μάλιστα η απόφαση, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί γιατί ενώ υπήρχαν υποψίες χρησιμοποιούταν ως κύριος εκπρόσωπος του ΠΓ σε κομβικές κομματικές δράσεις, υποστήριζε: «Η Ασφάλεια για να τον διευκολύνει και παράλληλα για να κρατά στα χέρια της κάθε νόμιμη κίνηση, έδινε τη δυνατότητα στον Ν. Πλουμπίδη να βγάζει εφημερίδες κ.ά. Μα αυτό επέτρεπε στο ΚΚΕ να χρησιμοποιεί κάθε νόμιμο βήμα (…) και ακόμη να μπαίνει στα ίχνη της αποκάλυψης του προβοκάτορα»(v). Ο μόνος που αντέδρασε στην απόφαση ήταν ο Κ. Θέος. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε καμιά ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής δεν συζητήθηκε το ζήτημα.
Η ανυπαρξία ενός προστατευτικού δικτύου διευκόλυνε τη σύλληψη του Πλουμπίδη, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1952. Ο Ν. Πλουμπίδης ήταν προετοιμασμένος: Σε γράμμα του αναφέρει«τη σύλληψη μου την περίμενα, ήταν αναπόφευκτη αφού δεν είχα ούτε λεφτά, ούτε οργάνωση να στηριχθώ»(vi). Η ηγεσία, μετά τη σύλληψη, τον παρουσίασε μέσω του ραδιοσταθμού ως «χαφιέ» και ανέφερε ότι εδώ και καιρό είχε επισημάνει την προδοτική του δράση(vii). Η Ασφάλεια αξιοποίησε αμέσως τις ανακοινώσεις και προσπάθησε να στρέψει τον Πλουμπίδη εναντίον του ΚΚΕ, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Δημοσιεύματα του Τύπου για τη σύλληψη του Πλουμπίδη
Κατά την παραμονή του στις φυλακές Σωτηρία κρατήθηκε σε απομόνωση από τους άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Οι μόνοι που τον επισκέπτονταν ήταν οι γονείς και ο αδερφός της συζύγου του, που ήταν δικηγόρος του. Πιέσεις για να τον αποκηρύξει δεχόταν και η γυναίκα του. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιτάχθηκαν ανοιχτά στις καταγγελίες της ηγεσίας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Έλλης Ιωαννίδου. Όπως η ίδια αναφέρει «μόλις μαθεύτηκε η καταγγελία στις φυλακές Αβέρωφ, έστειλα μέσω Ελβετίας στο Ζαχαριάδη ότι κάνουν λάθος και μπορώ να τους στείλω στοιχεία. Εκείνοι μου ζήτησαν τα στοιχεία που είχα. Έστειλα κρυπτογραφημένο μήνυμα. Η απάντηση ήταν πως η επιτροπή πόλης της Αθήνας καθαιρούσε τη φυλακισμένη που είχε την τόλμη να αμφισβητήσει. Η επιχειρηματολογία της απόφασης στηρίζονταν στο ότι είχα πει να βάλει το κόμμα δικηγόρο στον Πλουμπίδη, στήριξα τη γυναίκα του κ.ά.»(viii).
Παρά τη διμέτωπη επίθεση, ο Πλουμπίδης παρέμεινε πιστός στην κομματική πειθαρχία. Θεώρησε ότι η ανακοίνωση της ηγεσίας «ήταν έκφραση των υπαρχόντων ερωτηματικών που γεννήθηκαν στην ΚΕ από γνώμες μου πάνω σε σοβαρά προβλήματα που εγώ καθοδήγησα και από πληροφορίες»(ix). Δικαιολόγησε μάλιστα την ενέργεια, υποστηρίζονταν ότι η καταγγελία αποτελούσε κλήση σε επαγρύπνηση. Μάλιστα, όπως φαίνεται σε γράμματα του από την φυλακή, πίστευε πως η ηγεσία, αν και έχει κάνει λάθος, κατοπινά θα τον αποκαθιστούσε.
Τη μάχη της δίκης την έδωσε μόνος, ωστόσο υπεράσπισε την κομμουνιστική δράση και κατήγγειλε τις μεθοδεύσεις του αντι-κομμουνιστικού κράτους. Στις 14 Αυγούστου του 1954 οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πέντε χρόνια μετά τον εμφύλιο η κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού συνέχιζε τις εμφυλιοπολεμικές πρακτικές. Μόνο που αυτή τη φορά καμία αντίδραση δεν ξέσπασε από το στρατόπεδο των ηττημένων.
Αγόρευση του Πλουμπίδη στο δικαστήριο
Δύο μέρες μετά την εκτέλεση, η «Ελεύθερη Ελλάδα» πληροφορούσε ότι η δολοφονία ήταν εικονική και ο Πλουμπίδης είχε φυγαδευτεί στην Αμερική: «Η σκηνοθεσία της εκτέλεσης του προβοκάτορα Πλουμπίδη ήταν μέσα στα σχέδια τους να φουντώσουν την αντικομμουνιστική υστερία. Με την ψευτοεκτέλεση Πλουμπίδη θέλησαν να δημιουργήσουν προηγούμενο ότι εκτελούνται τάχα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ για να προχωρήσουν σε καταδίκες σε θάνατο και πραγματικές εκτελέσεις στελεχών – λαϊκών αγωνιστών»(x).
Επίσης θα υποστηριχθεί ότι ο Πλουμπίδης παρείχε πληροφορίες βάσει των οποίων έγιναν αναθεωρήσεις δικών, όπως στην περίπτωση της Ε. Ιωαννίδου: «Η παπαγική στρατοκρατία επιδιώκει να επικυρώσει τις θανατικές καταδίκες, να στηρίξει και να ξαναζεστάνει με τη βοήθεια του προβοκάτορα Πλουμπίδη τον πλαστηρικό μύθο περί κατασκοπίας»(xi). Η συκοφάντησή του συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια. Την επίσημη διατύπωσή της θα αναλάβει ο Σ. Κασιμάτης με τα άρθρα του στο «Νέο Κόσμο» κατά το 1953. Η επιλογή αυτού του στελέχους δεν ήταν τυχαία, καθώς επρόκειτο για τον καθοδηγητή του 2ου παράνομου κέντρου, που διατύπωνε υποψίες για το μηχανισμό Πλουμπίδη στο ΠΓ. Ο ίδιος θα υποστηρίξει αργότερα ότι τα άρθρα τα έγραψε υπό την πίεση της ηγεσίας(xii).
Η αποκατάσταση
Οι καταγγελίες στο πρόσωπο του Πλουμπίδη θα σταματήσουν οριστικά μετά την καθαίρεση Ζαχαριάδη, όταν θα αναζητηθούν ευθύνες για τα «χτυπήματα» του παράνομου μηχανισμού, εντός των μελών του ΠΓ(xiii). Τότε ξεκινά και η εσωκομματική αναδιαπραγμάτευση της υπόθεσής του. Τον Νοέμβρη του 1957, συστάθηκε εξεταστική επιτροπή που συνέταξε πόρισμα. Σύμφωνα με αυτό: «Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στα αρχεία της ΚΕ, που να καταγγέλλει ότι ο Ν. Πλουμπίδης ευθύνεται για τη σύλληψη του Μπελογιάννη»(xiv). Τα αίτια της σκευωρίας υποστηρίχθηκε πως ήταν πολιτικά: «(…) και μετά την ήττα τους χρειάστηκε ένας να του φορτώσουν τη χρεοκοπία της πολιτικής τους», ενώ ανέφερε «ειδική ευθύνη για τη συκοφάντηση και εξόντωση του φέρουν οι Ζαχαριάδης, Μπαρτζιώτας, Βλαντάς»(xv). Η 8η Ολομέλεια θα τον αποκαταστήσει με μια λιτή απόφαση, η οποία ωστόσο δεν δημοσιοποιήθηκε.
____________
*Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη έκδοση του άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη» (Αύγουστος 2015)
i Ραδιοτηλεγράφημα 26/6/1950 Βλ. Σ. Κασιμάτη, Οι Παράνομοι: άνθρωποι και ντοκουμέντα, Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ. 177.
ii Δ. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης – Ντοκουμέντα, Το Ποντίκι, Αθήνα 1998, σ. 79,81.
iii Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τόμος 7ος, 1949-1955, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σ. 278-9.
iv ό.π., σ. 281.
v ό.π.,, σ. 285.
vi Δ. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης, ό.π., σ. 100.
vii Σ. Κασιμάτη, Οι Παράνομοι, ό.π. σ. 439.
viii Δ. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης, ό.π., σ. 229.
ix Ό.π., σ. 97.
x ΑΣΚΙ, Αρχείο Ραδιοσταθμού Ελεύθερη Ελλάδα/Η Φωνή της Αλήθειας, τκ=44.
xi Ό.π.
xii Σ. Κασιμάτη, Οι Παράνομοι, ό.π., σ. 440.
xiii Γ. Πετρόπουλος, Η Καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη(¨: Η επέμβαση του ΚΚΣΕ στο ΚΚΕ), Προσκήνιο, Αθήνα 2003, σσ. 135-137.
xiv Βλ. Δ. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης, ό.π., σ. 179.
xv ό.π. σ. 186-7.